Let us know how it is going

Η ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΠΙΕΣΗΣ

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

τρομακτικός, -ή, -ό: πολύ σοκαριστικός και ανησυχητικός, ή αυτός που προκαλεί μεγάλη ανησυχία ή φόβο.

Αμερικανική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Πολίτη: μια προσθήκη που έγινε στο Σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών το 1791, η οποία εγγυάται ορισμένα δικαιώματα στους ανθρώπους, στα οποία περιλαμβάνεται η ελευθερία του λόγου και η ανεξιθρησκία. Επίσης απαγορεύει στην αστυνομία και σε άλλους κυβερνητικούς φορείς να ερευνούν τα σπίτια ή τα γραφεία των ανθρώπων ή να καταλαμβάνουν ιδιοκτησίες χωρίς καλό λόγο και κατάλληλη εξουσιοδότηση.

τέχνη: ένας κλάδος μάθησης που σχετίζεται με την ανθρώπινη σκέψη και τις ανθρώπινες σχέσεις, ειδικά η λογοτεχνία, η φιλοσοφία, η ιστορία κ.λπ., σε αντιδιαστολή με μια επιστήμη.

κυριαρχώ: έχω ισχύ σχετικά με μια ομάδα και ευθύνη γι’ αυτή ή για έναν τομέα δραστηριότητας.

πολιτισμός: όλοι οι άνθρωποι στον κόσμο και οι κοινωνίες στις οποίες ζουν, ως σύνολο.

κλινική: ένα μέρος όπου οι άνθρωποι μπορούν να δεχτούν αγωγή για σωματικά ή διανοητικά προβλήματα.

φιλοφρόνηση: μια δήλωση που δείχνει θαυμασμό ή έπαινο.

ομολογώ: παραδέχομαι ότι έχω κάνει κάτι λάθος ή κακό.

εποικοδομητικός, -ή, -ό: χρήσιμος και με σκοπό να βοηθήσει ή να βελτιώσει κάτι.

βρίζω: λέω κάτι προσβλητικό σε κάποιον ή για κάποιον ή κάτι, κυρίως επειδή είμαι θυμωμένος ή ενοχλημένος.

ασκώ: χρησιμοποιώ κάτι όπως ένα δικαίωμα, δύναμη ή ικανότητα.

FBI: συντομογραφία για το Ομοσπονδιακό Γραφείο Ερευνών (Federal Bureau of Investigation), υπηρεσία της κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών που ερευνά (προσπαθεί να βρει τα γεγονότα σχετικά με το τι συνέβη) παραβιάσεις των ομοσπονδιακών νόμων και για να προστατεύει την εθνική ασφάλεια. Ομοσπονδιακός εδώ είναι αυτός που σχετίζεται με την εθνική κυβέρνηση των ΗΠΑ, σε αντίθεση με τις κυβερνήσεις των πολιτειών.

επικρίνω: βρίσκω πράγματα που είναι λάθος σε κάποιον και τον κριτικάρω ή παραπονιέμαι γι’ αυτόν.

ξεγελώ: εξαπατώ ή παραπλανώ.

θεμελιώδης, -ης, -ες: βασικός ή ουσιώδης.

απογοήτευση: αίσθημα έντονης θλίψης ή απελπισίας.

εχθρικός, -ή, -ό: αυτός που δεν είναι φιλικός ή που δείχνει αντιπάθεια προς κάποιον ή κάτι.

όνομα, στο: για τον σκοπό που ορίζεται.

τελευταία λύση: κάτι που δοκιμάζεις ή κάνεις αφού όλα τα άλλα έχουν αποτύχει.

πλειοψηφία: τα περισσότερα πράγματα σε μια ομάδα ή ο μεγαλύτερος αριθμός ή ποσότητα κάποιου πράγματος.

εκδηλώσεις: συμπτώματα που δείχνουν ξεκάθαρα τις ιδιότητες ή τον χαρακτήρα κάποιου.

Αρειανός: κάποιος που υποτίθεται ότι ζει στον πλανήτη Άρη.

ψυχιατρικό ίδρυμα: ένα μέρος όπου οι διανοητικά άρρωστοι άνθρωποι δέχονται αγωγή ή όπου αναγκάζονται να μείνουν.

αντιτίθεμαι: διαφωνώ με κάτι.

κατανικώ: νικώ ή αποκτώ τον έλεγχο κάποιου.

ελεύθερο, έχω το: με αφήνουν να κάνω, να έχω ή να πάρω κάτι.

ρυθμίζω: ελέγχω κάτι βάζοντας τους ανθρώπους να ακολουθούν τους κανόνες.

επιστήμη: μια συστηματικά οργανωμένη συλλογή γνώσεων ή μελέτη που ασχολείται με τον υλικό κόσμο ή τους ανθρώπους που ζουν μαζί στην κοινωνία.

αίσθηση: η ικανότητα να κατανοείς, να συνειδητοποιείς ή να αισθάνεσαι κάτι.

διακόπτω: δίνω τέλος σε κάτι πλήρως, όπως μια σύνδεση ή μια σχέση, μεταφορικά, σαν να την κόβω.

βαριά: με πολύ σοβαρό ή ακραίο τρόπο.

κοινωνία: οι άνθρωποι που ζουν μαζί και μοιράζονται τους ίδιους νόμους, παραδόσεις, τρόπο ζωής κ.λπ.

ταλέντο: μια φυσική ικανότητα να κάνεις κάτι καλά.

ορατός, -ή, -ό: αυτός που μπορεί να ιδωθεί ή να παρατηρηθεί.