ΛΥΣΕΙΣ ΓΙΑ ΕΝΑ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ
επαρκώς: με τρόπο που είναι αρκετά καλός για έναν συγκεκριμένο σκοπό.
φιλοδοξία: η ενέργεια και η επιθυμία να επιτυγχάνει κανείς πράγματα.
απαθής, -ής, -ές: κάποιος που δείχνει πλήρη έλλειψη ενδιαφέροντος ή συναισθήματος σχετικά με τα πράγματα γενικά.
πρόκληση: κάτι που θέτει σε δοκιμασία τις ικανότητες κάποιου και καθιστά αναγκαίο γι’ αυτόν να κάνει συνεχώς ό,τι καλύτερο μπορεί.
αντιμετωπίζω: αντικρίζω κάποιον ή κάτι χωρίς να τον αποφεύγω ή να το αποφεύγω.
διαφοροποίηση: η ενέργεια τού να παρατηρεί ή να αντιλαμβάνεται κανείς τη διαφορά ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πράγματα.
περιβάλλον: τα πράγματα που βρίσκονται γύρω από κάποιον, όπως για παράδειγμα ο χώρος, τα αντικείμενα, οι ζωντανοί οργανισμοί και οι δυνάμεις που υπάρχουν γύρω του.
εκτίμηση: το να αποκτήσει κανείς μια κατά προσέγγιση κρίση σχετικά με κάτι, χρησιμοποιώντας τις πληροφορίες που έχει.
Γκρίνουιτς Βίλατζ: μια κατοικημένη περιοχή του Μανχάταν, στην Πόλη της Νέας Υόρκης, πολύ δημοφιλής μεταξύ καλλιτεχνών, συγγραφέων και φοιτητών, ειδικά στο παρελθόν.
εχθρικός, -ή, -ό: κάποιος που δεν είναι φιλικός, που δείχνει αντιπάθεια.
Ιγκορότ: μια ομάδα ανθρώπων που αποτελείται από διάφορες φυλές που ζουν στο ορεινό βόρειο μέρος του νησιού της Λουζόν, το μεγαλύτερο νησί στις Φιλιππίνες.
προαιρετικός, -ή, -ό: αυτό που μπορείς να επιλέξεις να κάνεις αλλά δεν είσαι υποχρεωμένος να το κάνεις.
καταβάλλω: κάνω κάποιον να νιώθει ανίκανος να αντιμετωπίσει κάτι που είναι υπερβολικά μεγάλο ή πολύ δύσκολο γι’ αυτόν να το χειριστεί.
επαγγελματίας: αυτός που κάνει κάτι ως επάγγελμα (εξειδικευμένη εργασία που κάποιος πληρώνεται για να κάνει).
κοινωνικός λειτουργός: ένα άτομο που κάνει κοινωνικό έργο, δηλαδή εργασία που έχει σχεδιαστεί για να βοηθάει κοινότητες ή ανθρώπους που θεωρούνται κοινωνικά αδύναμοι, όπως για παράδειγμα οι φτωχοί, οι ηλικιωμένοι ή οι σωματικά ανάπηροι.
απειλητικός, -ή, -ό: κάποιος ή κάτι που κάνει κάποιον να αισθάνεται ανήσυχος, φοβισμένος και αβέβαιος για το τι πρόκειται να συμβεί.
σομπρέρο: είδος καπέλου με πλατύ γύρο, το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως από ισπανόφωνους λαούς.
σάλι: τετράγωνο ύφασμα που διπλωμένο τριγωνικά καλύπτει τους ώμους και την πλάτη κάποιου.
κορδώνομαι: τεντώνω το κορμί μου και σηκώνω το κεφάλι μου, έχοντας μια αίσθηση ανωτερότητας.
διάχυτος, -η, -ο: (μεταφορικά) λέγεται για μια κατάσταση που αναφέρεται σε πολλούς ανθρώπους, χωρίς να δηλώνεται συγκεκριμένα σε ποιους.
ακατάστατος, -η, -ο: αυτός που χαρακτηρίζεται από έλλειψη τάξης, που δεν είναι τακτοποιημένος, συγυρισμένος.
μεροκάματο: αμοιβή που παίρνει κάποιος ως αντάλλαγμα για την εργασία μιας ημέρας.
απόκρημνος, -η, -ο: που είναι γεμάτος γκρεμούς ή άλλες εδαφικές ανωμαλίες και, κατά συνέπεια, είναι δύσκολο ν’ ανέβει ή να περπατήσει κανείς σε αυτόν.
τρώω τα μούτρα μου: (μεταφορικά) αποτυγχάνω σε κάτι που προσπαθώ να κάνω.
πλαστός, -ή, -ό: αυτός που είναι πλασμένος, επινοημένος από τη φαντασία, μη πραγματικός, φτιαχτός, ψευδής.
ζημιώνω: προκαλώ σε κάποιον ή κάτι ζημιά σε ηθικό ή υλικό επίπεδο, τον βλάπτω.